τύφλη

τύφλη
ἡ, Α
είδος ψαριού τού ποταμού Νείλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός (πρβλ. τυφλῖνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τυφλή — (I) ἡ, Α [τυφλός] οδοιπορικός σάκος, ταγάρι, σακούλι. (II) η, ΝΜΑ βλ. τυφλός …   Dictionary of Greek

  • τυφλῇ — τυφλός blind fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυφλή — τυφλός blind fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυφλός — ή, ό / τυφλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν βλέπει, που δεν έχει όραση, αόμματος (α. «είναι εκ γενετής τυφλός» β. «καί μιν τυφλὸν ἔθηκε Κρόνου παῑς», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά για τις αισθήσεις, τα αισθητήρια όργανα, αλλά και τη διάνοια, το πνεύμα)… …   Dictionary of Greek

  • τυφλός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δε βλέπει, που δεν έχει όραση, αόμματος, στραβός. 2. μτφ., άκριτος, παράλογος, παράφορος: Τυφλή εκδίκηση. 3. ανεξέταστος, απεριόριστος: Τυφλή υποταγή. 4. που έχει μόνο είσοδο και καμιά έξοδο: Τυφλός δρόμος. 5. το αρσ.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αεροδρόμιο ή αερολιμένας — Συγκρότημα κτιρίων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναχώρηση, άφιξη και συντήρηση αεροπλάνων καθώς και με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που συνδέονται με την εναέρια διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στα τελευταία χρόνια, με την… …   Dictionary of Greek

  • TALPA — Levit. c. 11. v. 29. choled a verbo chalad: quod penetrare et suffodere est: ad id enim videtur nata et instituta, ut in desinenti labore terram subruat et suffodiat, hinc ζῶον γεώγυχον Hesychio. Quem in usum rostrum habet acutissimum, et priorum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • αεροθυλάκιο — το (Ανατ.) τυφλή διεύρυνση κυψελωτού πόρου στους πνεύμονες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”